εμπύημα

εμπύημα
Συλλογή πύου σε μια κοιλότητα του ανθρώπινου σώματος. Οι συχνότερες εντοπίσεις του ε. είναι η κοιλότητα του υπεζωκότα, η χοληδόχος κύστη, η σκωληκοειδής απόφυση, το περικάρδιο και η μήτρα. Πολυάριθμοι είναι οι μικροοργανισμοί που ευθύνονται γι’ αυτές τις φλεγμονές: σταφυλόκοκκοι, στρεπτόκοκκοι κ.ά. Η πρόγνωση του ε., εάν αυτό εγκαταλειφθεί χωρίς θεραπεία, είναι κακή. Η θεραπευτική αγωγή που επιλέγεται είναι η χειρουργική, η οποία βασίζεται κυρίως στην τομή και στην κένωση της κοιλότητας από το πύον που έχει συγκεντρωθεί εκεί ή, όταν απαιτείται, στην αφαίρεση του οργάνου (π.χ. χολοκυστεκτομή στο ε. της χοληδόχου κύστης). Επίσης, το ε. μπορεί να αντιμετωπιστεί με συντηρητική θεραπευτική αγωγή με αντιβιοτικά, που συνίσταται σε γενική (π.χ. χορήγηση των αντιβιοτικών παρεντερικά) και σε τοπική (έγχυση), κατά την οποία το ε. αδειάζει με παρακέντηση και στη συνέχεια εισάγονται στην κοιλότητά του αντισηπτικά και αντιβιοτικά φάρμακα.
* * *
και εμπύωμα, το (AM ἐμπύημα και ἐμπύωμα)
συγκέντρωση πύου σ' ένα εσωτερικό ή εξωτερικό σημείο τού σώματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐμπύημα — gathering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπύημα — το, ατος η συλλογή πύου σε κοιλότητα του εσωτερικού του σώματος, απόστημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμπυημάτων — ἐμπύημα gathering neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπυήμασι — ἐμπύημα gathering neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπυήμασιν — ἐμπύημα gathering neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπυήματα — ἐμπύημα gathering neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπυήματι — ἐμπύημα gathering neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπυήματος — ἐμπύημα gathering neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπυηματικός — ή, ό που προκαλεί εμπύημα ή που πάσχει από εμπύημα, αποστηματικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Эмпиема — MeSH D004653 D004653 Эмпиема (греч. ἐμπύημα  гнойник) значительное скопление гноя внутри полого органа или полости тела. Термин «эмпиема» применяют с указанием поражённого органа или полости тела. Эмпиему надо отличать от …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”